οξυκίνητος

οξυκίνητος
ὀξυκίνητος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται με ταχύτητα
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντιλαμβάνεται κάτι γρήγορα, εύστροφος («ὀξυκίνητος διάνοια», Φιλ.)
3. (σχετικά με δοθιήνες) αυτός που εξελίσσεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + κινητός (< κινῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀξυκίνητος — ὀξυκί̱νητος , ὀξυκίνητος quickly moving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκινητότερον — ὀξυκῑνητότερον , ὀξυκίνητος quickly moving adverbial comp ὀξυκῑνητότερον , ὀξυκίνητος quickly moving masc acc comp sg ὀξυκῑνητότερον , ὀξυκίνητος quickly moving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκινητότατον — ὀξυκῑνητότατον , ὀξυκίνητος quickly moving masc acc superl sg ὀξυκῑνητότατον , ὀξυκίνητος quickly moving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκίνητον — ὀξυκί̱νητον , ὀξυκίνητος quickly moving masc/fem acc sg ὀξυκί̱νητον , ὀξυκίνητος quickly moving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυκινησία — ὀξυκινησία, ἡ (Α) [οξυκίνητος] ταχύτητα κινήσεως …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱԳԱՇԱՐԺ — ( ) NBH 1 0337 Chronological Sequence: 6c, 12c ա. εὑκίνητος, ὁξυκίνητος mobilis, agilis, celer in motu Որ արագ շարժի. փոյթ. անդանդաղ. *Արագաշա՛րժք լիցուք յառաքինութիւնս. Սարգ. ՟բ. պետ. ՟Դ. *Արագաշարժ ʼի հանգիսադրին տեղի. Պիտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՐԱՇԱՐԺ — ( ) NBH 2 0757 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. ὁξυκίνητος agilis, celer, velox. Արդարաշարժ. սրընթաց. *Սրաշարժ եւ մաքուր եւ վերաթռուցեալ անախտաբար. Դիոն. երկն.: *Որ զյորդանանու ջրոյն սրաշարժ վայրեկութիւն ... ի թիկունս առաքեցեր. Նար. ՟Կ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ὀξυκινητοτάτης — ὀξυκῑνητοτάτης , ὀξυκίνητος quickly moving fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”